- ἀλογοπάθεια
- ἀλογο-πάθεια,A irrational affection, Plot.4.4.28 (pl.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αλογοπάθεια — ἀλογοπάθεια, η (Α) παράλογο, ανόητο πάθος. [ΕΤΥΜΟΛ. < *αλογοπαθής < ἄλογος + παθής < ἔπαθον, πάσχω] … Dictionary of Greek